μπεζαχτάς

μπεζαχτάς
ο
(λ. τουρκ.), το συρτάρι, το χρηματοκιβώτιο καταστήματος όπου φυλάγονται οι εισπράξεις μιας ημέρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπεζαχτάς — ο 1. πρόχειρο τραπέζι που χρησίμευε ως ταμείο σε παντοπωλείο ή οινοπωλείο 2. συρτάρι όπου φύλαγε ο παντοπώλης τα κέρδη του, πρόχειρο χρηματοκιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bezahta] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”